Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ὁ ἀήρ

См. также в других словарях:

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • καπνώδης — ες (Α καπνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με καπνό 2. ο γεμάτος καπνό («ἔτι δ ὁ καπνώδης καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ τἆλλα τὰ παραπλήσια τούτοις», Πολ.) αρχ. 1. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός («εἶδον ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», Λουκιαν.).… …   Dictionary of Greek

  • αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • καθαρότητα — και καθαρότη, η (AM καθαρότης) [καθαρός] 1. η ιδιότητα τού καθαρού, καθαριότητα 2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα τής ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.) 2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες) η… …   Dictionary of Greek

  • αεροδείκτης — και –δείχτης, ο ο ανεμοδείκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αήρ, έρος + δείκτης νεοελλ. λόγιας προελεύσεως λ. που πλάστηκε από τον Άνθιμο Γαζή] …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»